Ως προς την ηλικιακή κατανομή εμφανίζονται σε οποιαδήποτε ηλικία με μεγαλύτερη επίπτωση στη 2- 3η δεκαετία της ζωής και ισοκατανομή μεταξύ των φύλων. Η επικρατέστερη περιοχή εμφάνισης αποτελεί το κάτω χείλος, ιδιαίτερα γύρω από τον κυνόδοντα, η γλώσσα και σπανιότερα το άνω χείλος.
Αιτιοπαθογενετικά, η ρήξη του εκφορητικού πόρου ενός μικρού σιελογόνου αδένα, ως αποτέλεσμα τραυματισμού, μπορεί να οδηγήσει σε διαρροή και συγκέντρωση του σάλιου στους γύρω ιστούς. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζεται μια κοιλότητα στα μαλακά μόρια που δεν περιβάλλεται από επιθηλιακό τοίχωμα, πρόκειται δηλαδή για μία ψευδοκύστη που ονομάζεται βλεννώδης κύστη από έκχυση. Σύμφωνα με άλλο μηχανισμό ανάπτυξής τους η ολική ή μερική απόφραξη ενός εκφορητικού πόρου σιαλογόνου αδένα ενδέχεται να οδηγήσει σε κατακράτηση του σάλιου στον πόρο και σχηματισμό μίας κοιλότητας που περιέχει σάλιο. Αυτές οι βλάβες είναι αληθείς κύστεις, επειδή το τοίχωμά τους επενδύεται από επιθήλιο και ονομάζονται βλεννώδεις κύστεις από κατακράτηση. Οι βλεννώδεις κύστεις από κατακράτηση απαντώνται συνηθέστερα σε ενήλικες και εντοπίζονται κυρίως στο έδαφος του στόματος όσο και σε ελάσσονες σιαλογόνους αδένες στο οπίσθιο τριτημόριο της σκληρής υπερώας και στη γειτονική μαλακή υπερώα, ως αποτέλεσμα ενός ήπιου, χρόνιου, επιφανειακού ερεθισμού.
Οι βλεννώδεις κύστεις, άσχετα με την αιτιολογία τους, εμφανίζονται ως μαλακές, ασυμπτωματικές διογκώσεις με χρώμα που ποικίλει από βαθύ κυανό μέχρι φυσιολογικό ρόδινο. Το χρώμα εξαρτάται κυρίως από το βάθος εντόπισής τους με τις επιφανειακές βλάβες να έχουν διαυγές κυανό χρώμα και όψη φυσαλίδας ενώ σε βαθύτερα στρώματα έχουν το χρώμα του φυσιολογικού βλεννογόνου.
Οι βλεννώδεις κύστεις εξαιρούνται χειρουργικά μαζί με τον υπεύθυνο σιαλογόνο αδένα. Ταυτόχρονα καλό είναι να εξαιρούνται και οι παρακείμενοι σιαλογόνοι αδένες για να απομακρυνθεί η πιθανότητα υποτροπής. Σημαντική είναι η λεπτομέρεια κατά το σχεδιασμό της επέμβασης, ιδιαίτερα στην περίπτωση του κάτω χείλους, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα. Ακολουθεί συρραφή του τραύματος και κατάλληλες μετεγχειρητικές οδηγίες προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ως προς τη συχνότητα υποτροπών σύμφωνα με μελέτες κυμαίνονται μεταξύ 9 – 18 %, πιθανότατα ως συνέπεια λανθασμένων – ελλιπών χειρουργικών χειρισμών.