Η αντιμετώπιση των οστικών ελλειμμάτων αποτελεί αντικείμενο πολυετών και εντατικών ερευνών, με τις πρώτες βιβλιογραφικές αναφορές να χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα.

Με την πρόοδο της Ιατρικής επιστήμης, η χειρουργική αποκατάσταση των ελλειμμάτων αυτών θεωρείται στις ημέρες μας επιτακτική, για λόγους λειτουργικότητας, αισθητικής και ψυχολογίας των ασθενών.

Μετά την ανάπτυξη ελλείμματος, ο οστίτης ιστός διαθέτει αναγεννητική εφεδρεία η οποία ωστόσο δεν είναι απεριόριστη, αλλά εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως το μέγεθος του ελλείμματος, η ηλικία και το είδος του οργανισμού όσο και ο τύπος του οστού. Βάσει των δεδομένων αυτών είναι πιθανό να μην είναι εφικτή η αυθόρμητη, πλήρης ανάπλαση του οστίτη ιστού και το κενό, στην περίπτωση αυτή, υποκαθίσταται με ινώδη συνδετικό ιστό. 

Στο πλαίσιο αυτό είναι καθοριστική η συμβολή των μοσχευματικών υλικών σε διάφορες κατηγορίες. Τα αυτομοσχεύματα  θεωρούνται το gold standard  καθότι διαθέτουν οστεογενετικές ιδιότητες και απουσία ανάπτυξης ανοσολογικών αντιδράσεων ή μολυσματικών ασθενειών, ωστόσο διατίθενται σε περιορισμένη ποσότητα και εμφανίζουν αυξημένη νοσηρότητα λόγω πρόσθετης επέμβασης στην δότρια θέση. Στο σημείο αυτό βρίσκουν εφαρμογή διάφορα μοσχευματικά υλικά - αλλομοσχεύματα, ξενομοσχεύματα, αλλοπλαστικά υλικά και αυξητικοί παράγοντες - με ποικίλες ιδιότητες και χαρακτηριστικά, που έχουν βαθμιαία αναπτυχθεί σε μια προσπάθεια να υποστηριχθεί η επουλωτική διαδικασία χωρίς τα μειονεκτήματα που διαθέτουν τα αυτομοσχεύματα. Μάλιστα τελευταία, μεταξύ άλλων, γίνεται προσπάθεια επικέντρωσης της επιστημονικής έρευνας στο πεδίο των συνθετικών - αλλοπλαστικών - υλικών καθότι διατίθενται σε σχετική αφθονία, με προσιτό κόστος, δίχως κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών όσο και στην δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά μοσχεύματα και αυξητικοί παράγοντες, προσθέτοντας νέες προσδοκίες στο επιστημονικό αυτό πεδίο.

Ειδικότερα, στον τομέα στης Στοματικής Χειρουργικής τα προαναφερθέντα υλικά εμφανίζουν εφαρμογή κυρίως στα πλαίσια αποκατάστασης του όγκου της φατνιακής ακρολοφίας όσο και σε περιπτώσεις ανύψωσης του ιγμορείου άντρου, προκειμένου να είναι εφικτή η μετέπειτα αποκατάσταση με οδοντικά εμφυτεύματα.

Α. Ανάπλαση φατνιακής ακρολοφίας

Σε αρκετές περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη εφαρμογής εμφυτευμάτων στο οστό των γνάθων παρατηρείται ύστερα από κατάλληλο ακτινολογικό έλεγχο έλλειμμα σε οριζόντιο ή κατακόρυφο επίπεδο που ουσιαστικά καθιστά απαγορευτική την τοποθέτηση εμφυτεύματος. Στις περιπτώσεις αυτές είναι πιθανή η ανάπλαση του οστού της φατνιακής ακρολοφίας με τη χρήση των προαναφερθέντων οστικών μοσχευματικών υλικών.

Οι μέθοδοι οστικής ανάπλασης όσο και πιθανοί συνδυασμοί τους είναι αρκετές και η περιγραφή τους υπερβαίνει τις ανάγκες της παρούσας συνοπτικής ενημέρωσης, η επιλογή δε μιας συγκεκριμένης εξ’αυτών εξαρτάται τόσο από τις δεδομένες συνθήκες όσο και από τις απαιτήσεις του ασθενή.

Β. Ανύψωση εδάφους ιγμορείου άντρου

Σε πολλές περιπτώσεις νωδότητας των οπισθίων περιοχών της άνω γνάθου όπου απαιτείται η εφαρμογή εμφυτευμάτων παρατηρείται ακτινολογικά έλλειψη του οστού σε κατακόρυφο επίπεδο για την τοποθέτησή τους. Στις περιπτώσεις αυτές είναι εφικτό να αυξήσουμε καθ’ύψος το οστό της γνάθου με την τοποθέτηση μοσχεύματος εντός του ιγμορείου άντρου, διαδικασία ιδιαίτερα προβλέψιμη ως προς το αποτέλεσμά της και εφικτή στο χώρο του ιατρείο, χωρίς ανάγκη νοσηλείας σε νοσοκομειακό περιβάλλον. 


Συχνές ερωτήσεις

Πόσος χρόνος απαιτείται από την τοποθέτηση του μοσχεύματος μέχρι την περαιτέρω εφαρμογή των εμφυτευμάτων;

Ο χρόνος οστικής ανάπλασης μπορεί να κυμαίνεται από 4 - 5 μήνες με την χρήση αυτόλογου μοσχεύματος μέχρι 8 - 10 μήνες με την εφαρμογή άλλων ειδών μοσχευματικών υλικών.

Υπάρχει πιθανότητα μετάδοσης ασθενειών με τη χρήση των μοσχευματικών υλικών;

Η πιθανότητα μετάδοσης νόσου μπορεί να θεωρηθεί ενδεχόμενο σενάριο, έστω και με απειροελάχιστη πιθανότητα, στην περίπτωση χρήσης υλικών από άλλα άτομα ή ζώα. Ωστόσο οι καταξιωμένες εταιρείες του χώρου εφαρμόζουν αυστηρές τεχνικές αποστείρωσης που εξαλείφουν αυτούς τους κινδύνους. Στην περίπτωση των συνθετικών υλικών δεν τίθεται ζήτημα μετάδοσης ασθενειών.

Γιατί κάνουμε ανύψωση στο έδαφος του ιγμορείου άντρου και δεν επιδιώκουμε κατακόρυφη αύξηση του οστού της γνάθου;

Η κατακόρυφη αύξηση του οστού της γνάθου εγκυμονεί μεγαλύτερη πιθανότητα αποτυχίας και υψηλότερη νοσηρότητα έναντι της ανύψωσης του ιγμορείου άντρου όπου το μόσχευμα εγκιβωτίζεται σε ένα σχετικά απομονωμένο περιβάλλον. Σε πιο δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να χρειάζεται ανύψωση του ιγμορείου και ταυτόχρονα κατακόρυφη αύξηση της φατνιακής ακρολοφίας, στοιχεία που αξιολογούνται από τον επεμβαίνοντα.

Η ανύψωση του εδάφους του ιγμορείου άντρου εγκυμονεί κινδύνους;

Αναμφισβήτητα, κάθε χειρουργική επέμβαση έχει πιθανότητα αποτυχίας και επιπλοκών όπως π.χ. πιθανή επιμόλυνση του μοσχεύματος. Η λεπτομερής ακτινολογική εξέταση, η πιστή τήρηση του χειρουργικού πρωτοκόλλου από τον επεμβαίνοντα όσο και των μετεγχειρητικών οδηγιών από τον ασθενή θα εξαλείψουν σχεδόν αυτά τα σενάρια.

Θα έχω έντονο πόνο ή άλλα συμπτώματα μετά την επέμβαση στο ιγμόρειο άντρο;

H επέμβαση δεν παρουσιάζει έντονη μετεγχειρητική συμπτωματολογία. Συνήθως παρατηρείται αμβλύς πόνος τα επόμενα 24ωρα, που ελέγχεται σχετικά εύκολα με συμβατικά παυσίπονα. Ένα άλλο πιθανό σημείο είναι το αίσθημα απόφραξης της μύτης για ένα διάστημα περίπου 15 - 20 ημερών, το οποίο βαθμιαία αποδράμει και αντιμετωπίζεται με αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου.


Φωτογραφίες

Ανύψωση Ιγμορείου
Ανύψωση Ιγμορείου
Ανύψωση Ιγμορείου
Αυτόλογο και Συνθετικό Μόσχευμα