Η διαταραχή μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, αλλά τείνει να εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες μέσης ηλικίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινισθεί ότι διακρίνουμε πρωτοπαθές BMS στην περίπτωση που δεν υφίσταται κάποιο σχετικό πρόβλημα υγείας, ουσιαστικά αποτελώντας ψυχοσωματικό σύμπτωμα, ενώ στην περίπτωση συσχέτισης ιατρικών νοσημάτων όπως αναιμία, σακχαρώδης διαβήτης, θυρεοειδοπάθειες κ.ά. γίνεται λόγος για δευτεροπαθές BMS.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση για το πρωτοπαθές BMS, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διάγνωση. Άλλα χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής περιλαμβάνουν άγχος, κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση. Κατά συνέπεια ο ιατρός θα πρέπει να αποκλείσει άλλες καταστάσεις πριν από τη διάγνωση πρωτοπαθούς BMS. Αντίστροφα, σε περίπτωση εντόπισης νόσου σχετιζόμενης με τα συμπτώματα του ασθενή γίνεται λόγος για δευτεροπαθές BMS. Είναι εμφανές ότι η λεπτομερής καταγραφή του ιατρικού ιστορικού είναι ιδιαίτερης βαρύτητας στη διάγνωση του νοσήματος.
Κατά την κλινική εξέταση δεν υπάρχουν σημεία από την στοματική κοιλότητα. Το κύριο σύμπτωμα του BMS περιλαμβάνει καύσο, τσούξιμο ή μυρμήγκιασμα σε διάφορες περιοχές του στόματος με πιθανές υφέσεις και εξάρσεις. Επιπρόσθετα μπορεί να υπάρχουν συνοδά στοιχεία όπως ξηροστομία, σπανιότερα σιελόρροια, γευστικές διαταραχές με τη μορφή υπογευσίας, αισθήματος πικρού, αλμυρού, κόμπος στο λαιμό κ.ά.. Τα συμπτώματα μπορεί να εντοπίζονται στη γλώσσα, τα χείλη, τις παρειές, ενίοτε μεταφερόμενα σε άλλες θέσεις, για μήνες ή έτη.
Σε θεραπευτικό επίπεδο, αναφορικά με τα συμπτώματα τσουξίματος - καύσου χορηγούνται διαλύματα με αναλγητική δράση. Ωστόσο σε σχετικά έντονες περιπτώσεις με βαθμιαία επιδείνωση είναι πιθανό να χορηγηθούν νευρολογικά φάρμακα. Μάλιστα, ενδέχεται να δοκιμασθούν διαφορετικά νευρολογικά σκευάσματα καθότι όπως γνωρίζουμε δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή που να έχει καθολική επιτυχία.