Συνήθως η μυκητίαση αναπτύσσεται λόγω μεταβολών της σύνθεσης του μικροβιώματος της στοματικής κοιλότητας εξαιτίας παραγόντων σε τοπικό όσο και συστηματικό επίπεδο που επηρεάζουν την ανοσία του ξενιστή. Με τον τρόπο αυτό ευνοείται η ανάπτυξη , πολλαπλασιασμός και είσοδος των μυκήτων στο βλεννογόνο που επενδύει τη στοματική κοιλότητα, οδηγώντας σε ευκαιριακή λοίμωξη.
Τοπικοί παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη μυκήτων είναι η ξηροστομία, η στοματική αναπνοή, το κάπνισμα, ρυπαρές οδοντοστοιχίες που δεν αφαιρούνται στον ύπνο, ενώ σε επίπεδο συστηματικής υγείας παράγοντες που δύνανται να μειώσουν την ανοσιακή απόκριση περιλαμβάνουν τον αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη, επίκτητες ή κληρονομικές ανοσοανεπάρκειες, αιματολογικές δυσκρασίες, κ.ά.. Επιπρόσθετα, φάρμακα όπως τα αντιβιοτικά και τα κορτικοστεροειδή μπορούν να οδηγήσουν στην εικόνα καντιντίασης.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το ιστορικό του ασθενή σε συνδυασμό με την λεπτομερή εξέταση του στόματος μπορεί να θέσει τη διάγνωση της μυκητίασης. Μάλιστα ενδέχεται για να τεκμηριωθεί η διάγνωση να ληφθεί κυτταρολογικό επίχρισμα, η εξέταση του οποίου αποκαλύπτει την παρουσία μυκήτων σε αυξημένο αριθμό.
Σε κλινικό επίπεδο παρατηρείται ερυθρότητα στις προσβεβλημένες περιοχές του στόματος που συνήθως αφορούν στη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας, την υπερώα και τις συγχειλίες. Σε μια άλλη κλινική μορφή καντιντίασης παρατηρούνται λευκές αποκολλούμενες πλάκες που ομοιάζουν με πήγματα γάλακτος. Σε αρκετές περιπτώσεις ο ασθενής παραπονείται για ένα ήπιο σύμπτωμα καύσου ενίοτε συνοδευόμενο με μεταβολές στη γέυση όπως πικρή, μεταλλική, αλμυρή.
Θεραπευτικά η χορήγηση τοπικά, συστηματικά ή σε συνδυασμό αντιμυκητιασικών φαρμάκων με συγκεκριμένη δοσολογία και διάρκεια εφαρμογής θα επιφέρει υποστροφή των βλαβών μυκητίασης στη στοματική κοιλότητα. Παράλληλα αντιμετωπίζεται κατάλληλα και το τοπικό ή συστηματικό αίτιο που θεωρείται ότι σχετίζεται με την κατάσταση αυτή.