Η συχνότερη αιτία ανάπτυξης μιας κυστικής κοιλότητας είναι φλεγμονώδους αιτιολογίας, οφειλόμενη ουσιαστικά σε μικρόβια που αποτελούν ερεθιστικό παράγοντα για την γένεση και εξέλιξη μιας τέτοιας βλάβης. Η πλέον συχνή κύστη φλεγμονώδους απαρχής είναι η ακρορριζική κύστη που αναπτύσσεται συνήθως στο ακρορρίζιο φλεγμαίνοντων δοντιών. Μια άλλη σχετικά συχνή κύστη, αναπτυξιακής αιτιολογίας, αναπτύσσεται γύρω από έγκλειστα ή ημιέγκλειστα δόντια και ονομάζεται οδοντοφόρος κύστη. Φυσικά υπάρχει μια ευρεία γκάμα κυστικών οντοτήτων που δεν θα αναφερθούν περαιτέρω καθότι κάτι τέτοιο υπερβαίνει τις ανάγκες συγγραφής του παρόντος κειμένου.
Οι λόγοι που απαιτείται αντιμετώπιση των κύστεων είναι ότι οι παθολογικές αυτές κοιλότητες που ενίοτε μπορεί να παραμένουν ασυμπτωματικές για μεγάλο διάστημα, βαθμιαία αυξάνονται και επεκτείνονται τόσο σε γειτονικά δόντια όσο και σε ανατομικά μόρια, ουσιαστικά καταστρέφοντας βαθμιαία μεγαλύτερη έκταση ιστών και δομών. Το αποτέλεσμα είναι τα δόντια της περιοχής να χάνουν οστική στήριξη με την πάροδο του χρόνου, ενώ σε μεγάλου βαθμού καταστροφή του οστού είναι πιθανό το ενδεχόμενο παθολογικού κατάγματος των γνάθων ή νευρολογικά συμπτώματα (π.χ. μούδιασμα) σε συγκεκριμένες περιοχές του προσώπου λόγω προσβολής νευρικών κλάδων. Φυσικά η πιθανότητα αποστηματοποίησης και συνοδού αναπτυσσόμενης συμπτωματολογίας είναι πάντα υπαρκτή, καθιστώντας πλέον την κατάσταση ως ιατρικό επείγον.
Διαγνωστικά απαιτείται λεπτομερής κλινική εξέταση και στην περίπτωση εμπλοκής μαλακών μορίων εργαστηριακός υπερηχογραφικός έλεγχος ενώ σε ενδοστική προσβολή κατάλληλος ακτινολογικός έλεγχος. Επιπρόσθετα στοιχεία αξιολόγησης είναι η μελέτη παλαιότερων ακτινογραφιών και η ζωτικότητα των παρακείμενων στη βλάβη δοντιών.
Η θεραπεία των κυστικών αλλοιώσεων στοχεύει στην πλήρη εξάλειψη της βλάβης ώστε να ανασταλεί η περαιτέρω εξέλιξή της και να επανέλθουν, στο πλαίσιο του εφικτού, οι προσβληθείσες περιοχές στην προτέρα δομική και λειτουργική κατάσταση. Οι χειρουργικές τεχνικές που κυρίως εφαρμόζονται περιλαμβάνουν την εκπυρήνιση, δηλαδή την πλήρη εξαίρεση της αλλοίωσης και την μαρσιποποίηση, όπου επιτυγχάνεται επικοινωνία με τη στοματική κοιλότητα με στόχο τη βαθμιαία μείωση του μεγέθους της βλάβης. Καθεμιά από τις αναφερθείσες τεχνικές έχει συγκεκριμένες ενδείξεις κατά συνέπεια εναπόκειται στον επεμβαίνοντα να αποφασίσει βάσει των δεδομένων της εκάστοτε περίπτωσης. Ακολουθεί συρραφή του τραύματος όσο και κατάλληλες μετεγχειρητικές οδηγίες προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή μετεγχειρητική πορεία.
Η τελική διάγνωση του είδους της κύστης γίνεται με την αποστολή του ιστοτεμαχίου για ιστολογικό έλεγχο και σύνταξη ιστοπαθολογικής έκθεσης.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η τακτική παρακολούθηση και ακτινολογικός επανέλεγχος του ασθενή για να βεβαιωθεί η επούλωση της προσβληθείσας περιοχής όσο και να αποκλεισθεί η πιθανότητα υποτροπής της βλάβης.