Η κατάσταση είναι αρκετά συχνή με επίπτωση 20 % στο γενικό πληθυσμό. Η έναρξη αρκετές φορές παρουσιάζεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να διαρκέσει για πολλά έτη ενώ με την αύξηση της ηλικίας εμφανίζει μειούμενη τάση.
Η αιτία δεν είναι πλήρως κατανοητή, αλλά περιλαμβάνει ανοσοαπόκριση που διαμεσολαβείται από Τ κύτταρα, επαγόμενη από διάφορα εκλυτικά αίτια. Μια ποικιλία παραγόντων είναι ικανοί να δώσουν το έναυσμα για την ανάπτυξη αφθών όπως συστατικά διατροφής ή προϊόντα στοματικής υγιεινής, ανεπάρκειες συγκεκριμένων παραγόντων του αίματος, τοπικό τραύμα, στρες, ορμονικές επιδράσεις ή γενετική προδιάθεση. Σε αρκετές περιπτώσεις ωστόσο δεν μπορεί να προσδιορισθεί συγκεκριμένο αίτιο.
Το άφθώδες έλκος είναι ωοειδές ή κυκλικού σχήματος, καλύπτεται από υποκίτρινη ψευδομεμβράνη, περιβάλλεται από ερυθρή άλω και ταξινομείται με κλινικά κριτήρια σε τρεις τύπους:
1. κοινές άφθες με διάμετρο μικρότερη από 10 mm που επουλώνονται εντός 1-2 εβδομάδων και αποτελούν τη συχνότερη μορφή (80%),
2. μεγάλες άφθες με διάμετρο μεγαλύτερη από 10 mm και διάρκεια επούλωσης εβδομάδων ή μηνών που ενδεχομένως καταλείπουν ουλή και,
3. ερπητόμορφα έλκη, τα οποία είναι πολλαπλά, μεγέθους λίγων mm και αποδράμουν εντός μερικών εβδομάδων.
Οι βλάβες εμφανίζονται χωρίς δυνατότητα πρόβλεψης, με μεσοδιαστήματα όπου απουσιάζουν σημεία και συμπτώματα, ενώ ο αριθμός υποτροπών ανά έτος μπορεί να εμφανίζει διακύμανση ακόμα και στο ίδιο άτομο. Συνήθως τα έλκη εκδηλώνονται στις μη-κερατινοποιημένες επιφάνειες του στοματικού βλεννογόνου και τα συμπτώματα κυμαίνονται από μικρή ενόχληση έως έντονος πόνος και αδυναμία λήψης υγρών ή στερεών οδηγώντας, σε σοβαρές περιπτώσεις, σε απώλεια βάρους λόγω υποσιτισμού.
Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία ωστόσο είναι δυνατή η καταστολή ή και περιορισμός της εμφάνισης των αφθών και της συνοδού συμπτωματολογίας.